- παχύφρων
- -ον, ΜΑπαχύνους, ηλίθιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ-* + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παχυφρόνων — παχύφρων gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχύφρονες — παχύφρων masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. παχύς και προσδίδει στο β συνθετικό τις σημ: α) «παχύς, χοντρός, εξογκωμένος, πηχτός» (πρβλ. παχύ αιμος, παχύδερμος, παχύ ρρευστος, παχύ σαρκος, παχύ σωμος) β)… … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
ԹԱՆՁՐԱՄԻՏ — (մտի, տաց.) NBH 1 0796 Chronological Sequence: Early classical, 6c ա. παχύτερος, παχύτατος, παχύφρων stupidus, rudioris animi Թանձր մտօք. տխմար. որ եւ ԹԱՆՁՐԱԳՈՅՆ ասի. գապա. ... *Քան զամենեսեան վատթարագոյն եւ թանձրամիտ էր Աքազ: Երեւելի իրաց իմն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)